κλεψιποτώ

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

κλεψιποτῶ, -έω (Α)
εξαπατώ κάποιον στο ποτό, προσποιούμαι ότι πίνω, ενώ πίνω λιγότερο από τον συμπότη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -ποτῶ (< -ποτος < πότος < πίνω), πρβλ. οινο-ποτώ, υδροποτώ. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].