κνήκος
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
Greek Monolingual
κνῆκος, ό, ή (AM, Α και κνήκη, ἡ)
1. το γένος φυτών κάρθαμος, ένα είδος του οποίου χρησιμοποιούνταν για την εξαγωγή χρωστικής ουσίας
2. το φυτό κνίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kenәko- «χρυσοκόκκινος, χρυσοκίτρινος», όπως και το αντίστοιχο επίθ. κνηκός. Συνδέεται με το αρχ. ινδ. kāncana- «χρυσός» και το γερμ. honig «μέλι», λ. που σχετίζονται επίσης με το χρυσοκόκκινο χρώμα. Απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. kanako. Μαρτυρείται και παρλλ. τ. κνίκος με υποκορ. κνίκιον, πιθ. κατά παρετυμολογική σύνδεση με το κνίζω.
ΠΑΡ. αρχ. κνηκίας, κνήκινος, κνήκιον, κνηκίτης, κνηκόπυρος, κνηκός
αρχ.-μσν.
κνηκίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνηκάνθιον, κνηκέλαιον, κνηκοειδής, κνηκοσυμμιγής, κνηκοφόρος].