κοιλιολυτικός

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιολῠτικός Medium diacritics: κοιλιολυτικός Low diacritics: κοιλιολυτικός Capitals: ΚΟΙΛΙΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: koiliolytikós Transliteration B: koiliolytikos Transliteration C: koiliolytikos Beta Code: koiliolutiko/s

English (LSJ)

κοιλιολυτική, κοιλιολυτικόν, laxative, Gp.10.51 tit.

German (Pape)

[Seite 1466] ή, όν, Durchfall verursachend, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

κοιλιολυτικός, -ή, -όν (Μ) κοιλιολυτώ
αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί διάρροια, καθαρτικός.