κοιλόπους
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
–ουν
αυτός που έχει κοιλοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πους (< πούς), πρβλ. μεγαλόπους, ωκύπους].