κοινείον

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

κοινεῖον, τὸ (Α) κοινός
1. κοινός χώρος συγκεντρώσεων
2. εταιρεία, σύνδεσμος
3. πορνείο, χαμαιτυπείο
4. κοινό ταμείο.