κοινωνιολογία

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

η
1. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις ανθρώπινες κοινωνίες, τα κοινωνικά φαινόμενα και τους νόμους που τά διέπουν
2. συστηματική μελέτη τών ανθρώπινων ομάδων που ασκούν ένα επάγγελμα, είναι οπαδοί μιας θρησκείας ή ενδιαφέρονται για ένα πολιτιστικό, καλλιτεχνικό ή άλλο φαινόμενο (α. «αγροτική κοινωνιολογία» β. «θρησκευτική κοινωνιολογία» γ. «κοινωνιολογία της λογοτεχνίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociologie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-) + -logie (πρβλ. -λογία < -λογῶ < -λόγος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιωάννη Α. Σούτζο].