κολυμβάς
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
κολυμβάδος, ἡ, less Att. form of κολυμβίς, κ. ἐλαία olive
A swimming, i.e. pickled in brine, Diph.Siph. ap. Ath.2.56b, PSI5.535.27 (iii B.C.), cf. Call.Iamb.1.273, Gal.6.609, al.
II as substantive,
1 = κολυμβίς, Ath.9.395e.
2 a shrub, = στοιβή, Gal.14.18.
German (Pape)
[Seite 1476] άδος, ἡ, die Schwimmende; von Schwimmvögeln, Ath. IX, 395 d; – ἐλαία, die in Salzlake schwimmende, eingemachte Olive, Diphil. bei Ath. II, 56 u. öfter; nach den Atticisten ist der bessere Ausdruck dafür ἁλμάδες, vgl. Lob. zu Phryn. p. 118.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. f. qui nage, qui plonge ; ἡ κολυμβάς (ἐλαία) olive conservée dans la saumure;
2 subst. ἡ κολυμβάς, autre nom de la plante aquatique στοιβή.
Étymologie: κολυμβάω.
Syn. 1) νευστός, φθινοπωρίς.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβάς: -άδος, ἡ, κολυμβὰς ἐλαία, ἐπιπλέουσα ἐν τῇ ἅλμῃ, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 56Β· Ἀττικ. ἁλμάδες ἐλᾶαι, Λοβεκ. Φρύν. 118. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) = κολυμβίς, Ἀθήν. 395Ε, Ἡσύχ. 2) εἶδος θάμνου, = στοιβή, Γαλην. 13. 870.
Greek Monolingual
η (AM κολυμβάς, -άδος)
(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη
αρχ.
1. το πτηνό κολυμβίς
2. είδος θάμνου, στοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομάς, καρκινάς)].