κολύμβηση

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

η (AM κολύμβησις) κολυμβώ
η ψυχαγωγική και αθλητική δραστηριότητα η οποία οφείλεται στη φυσική πλευστότητα του σώματος και κατά την οποία το σώμα προωθείται μέσα στο νερό με συνδυασμό κινήσεων τών χεριών και τών ποδιών, το κολύμπικάθε καλοκαίρι στο νησί γίνονται αγώνες κολύμβησης»)
νεοελλ.
ζωολ. ενεργός προώθηση τών ζώων μέσα στο νερό ή στην επιφάνειά του.