κοραλλιολόγος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

ο
επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών κοραλλιών και τών κοραλλιογενών σχηματισμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -λόγος < λόγος < λέγω (πρβλ. γλωσσολόγος, μεταλλειολόγος)].