κορυνιόεις
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
κορυνιόεσσα, κορυνιόεν, knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
German (Pape)
εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.
Russian (Dvoretsky)
κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].