κουέστα

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή μέτωπο στη μια πλευρά και από μια ομαλή κλιτύ στην άλλη, αλλ. ομοκλινής ράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuesta < ισπαν. cuesta < λατ. costa «πλευρά, παΐδι»].