ομοκλινής
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
-ές (Α ὁμοκλινής, -ές)
νεοελλ.
φρ. α) «ομοκλινής δομή»
γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία
β) «ομοκλινής ράχη»
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστα
αρχ.
ομόκλινος, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].