κουέστα
From LSJ
η
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν απότομο κρημνό ή μέτωπο στη μια πλευρά και από μια ομαλή κλιτύ στην άλλη, αλλ. ομοκλινής ράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cuesta < ισπαν. cuesta < λατ. costa «πλευρά, παΐδι»].