κουβάρι

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν)
1. νήμα τυλιγμένο
2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» — κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά
νεοελλ.
1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά μου»)·2. φρ. α) «σωρό κουβάρι» — άμορφη μάζα
β) «κάνω τον άνεμο κουβάρι» — ματαιοπονώ
γ) «γίνανε μαλλιά κουβάρια» — λέγεται για συμπλοκή προσώπων ή εμπλοκή πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. κουβάριν < κουβάριον, υποκορ. του κόβαρος ή κουβαρίς «ίουλος», πολύποδο ζωύφιο που κουλλουριάζεται όταν διαισθανθεί κίνδυνο].