κουφοξυλιά
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
η (AM κουφοξυλέα, Α και κουφοξυλαία)
ονομασία του θάμνου που στη σημερινή επιστημονική ορολογία είναι γνωστός ως Sambucus nigra.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κουφο-ξυλ-έα και κουφο-ξυλ-αία < κουφ(ο)- (ΙΙ) + ξυλ-ον + κατάλ. -έα, κατά τα μηλ-έα, συκ-έα ή κατάλ. -αία, θηλ. του -αῖος. Ο τ. κουφοξυλιά < κουφοξυλέα με καταβιβασμό του τόνου και συνίζηση (πρβλ. μηλιά, ροδιά)].