κοψίδι

From LSJ

Greek Monolingual

το
1. μικρό κομμάτι, συνήθως άχρηστο, που έχει αποκοπεί, απόκομμα
2. μικρό κομμάτι κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψη + υποκορ. κατάλ. -ίδι (πρβλ. βαλανίδι, λεπίδι)].