ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
η (AM κρέμασις) κρεμάννυμι
κρέμασμα, ανάρτηση
νεοελλ.
1. κατηφορικός τόπος απ' όπου πέφτει νερό με ορμή
2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων.