κραγέτης
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
κραγέτου, ὁ, (κράζω) screamer, chatterer, κολοιοί Pi.N.3.82.
German (Pape)
[Seite 1498] ὁ, der Schreier, schreiend; κολοιοί Pind. N. 3, 78; Philostr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραγέτης -ου, ὁ [κράζω] schreeuwer, krijser, krasser.
Russian (Dvoretsky)
κρᾱγέτης: ου ὁ крикун (κολοιός Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾱγέτης: -ου, ὁ, (κράζω) ὁ κράζων, «φωνακλᾶς», ὡς τὸ κεκράκτης, κραγέται κολοιοὶ Πινδ. Ν. 3. 143, πρβλ. Φιλόστρ. 870.
Greek Monolingual
κραγέτης, ὁ (Α)
αυτός που κράζει, ο φωνακλάς («κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινά, νέμονται», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κράγ- του κράζω (πρβλ. αόρ. β' ἔ-κραγ-ον) + κατάλ. -έτης (πρβλ. αλιναιέτης, ηγέτης)].