κρεοσκοπία

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η
ο έλεγχος της κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση της καταλληλότητάς του για κατανάλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σκοπία (< -σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστεροσκοπία, κερδοσκοπία].