κρινωτός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐνωτός Medium diacritics: κρινωτός Low diacritics: κρινωτός Capitals: ΚΡΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: krinōtós Transliteration B: krinōtos Transliteration C: krinotos Beta Code: krinwto/s

English (LSJ)

κρινωτή, κρινωτόν, adorned with lilies, κεφαλίδες Aristeas 68.

German (Pape)

[Seite 1510] mit Lilien bekränzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος διὰ κρίνων, Ἀριστέας περὶ τῶν Ἑβδ. σελ. 255.

Greek Monolingual

κρινωτός, -ή, -όν (Α)
ο στολισμένος με κρίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -ωτός (πρβλ. ακτινωτός, κλιμακωτός)].