κρύσταλλο

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

το (Μ κρύσταλο[ν])
1. κρύσταλλος
2. πάγος, κομμάτι πάγου
3. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις παρυφές της υδρορροής τών σπιτιών
4. μτφ. α) διαυγής, διαφανής, λαμπρός
β) κρύος, παγωμένος
μσν.
κρύο, παγωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κρύσταλλος, με αλλαγή γένους].