ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
inf. ao. de κραίνω;pl. de κρήνη.
κρῆναι: Ιων. αντί κρᾶναι, απαρ. αορ. αʹ του κραίνω.
κρῆναι: эп. inf. aor. 1 к κραίνω.
κρῆναι inf. aor. van κραίνω.