κυλικείο
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Greek Monolingual
το (Α κυλικεῖον) κύλιξ
τραπέζι με ποτά και ποτήρια
νεοελλ.
1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο»)
2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται καφές, αναψυκτικά, γλυκίσματα, ξηροί καρποί κ.ά. προϊόντα
αρχ.
συμπόσιο, εορτή με ευωχία και διασκέδαση.