κυριάρχης
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek (Liddell-Scott)
κυριάρχης: ὁ, ἄρχων, ἐξουσιαστής, κυβερνήτης, Θ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 24 ἔκδ. Souvign.
Greek Monolingual
κυριάρχης, ὁ (Μ)
δεσπότης, κυβερνήτης, ανώτατος άρχων, κυρίαρχος, εξουσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. λιμενάρχης, στρατάρχης].