κυριάρχης

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek (Liddell-Scott)

κυριάρχης: ὁ, ἄρχων, ἐξουσιαστής, κυβερνήτης, Θ. Προδρ. Ἐπιγράμμ. σ. 24 ἔκδ. Souvign.

Greek Monolingual

κυριάρχης, ὁ (Μ)
δεσπότης, κυβερνήτης, ανώτατος άρχων, κυρίαρχος, εξουσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. λιμενάρχης, στρατάρχης].