κυστόφιλος
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ὁ, end of catheter, which carried the folliculus, Cael. Aur.TP2.23.
Greek Monolingual
κυστόφιλος, ὁ (Α)
το άκρο του καθετήρα το οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύστη (Ι) + φίλος (πρβλ. ζωό-φιλος θεό-φιλος)].