κωποξύστης

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωποξύστης Medium diacritics: κωποξύστης Low diacritics: κωποξύστης Capitals: ΚΩΠΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kōpoxýstēs Transliteration B: kōpoxystēs Transliteration C: kopoksystis Beta Code: kwpocu/sths

English (LSJ)

κωποξύστου, ὁ, (κώπη, ξύω) oar-maker, SIG1000.17 (Cos), Glossaria.

Greek Monolingual

κωποξύστης, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.