μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Full diacritics: κόπηθρον | Medium diacritics: κόπηθρον | Low diacritics: κόπηθρον | Capitals: ΚΟΠΗΘΡΟΝ |
Transliteration A: kópēthron | Transliteration B: kopēthron | Transliteration C: kopithron | Beta Code: ko/phqron |
τό a wild vegetable, Hsch.
[Seite 1482] τό, eine wildwachsende Gemüseart, Hesych.
κόπηθρον: το, «φυτὸν λαχανῶδες ἄγριον» Ἡσύχ.
κόπηθρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) είδος άγριου λαχανικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω ή κοπή.