κύνιψ

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος παράσιτων υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας cynipidae που δημιουργούν τις κηκίδες επάνω στα φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cynips < λατ. cinyphes < κνίψ, κνιπός «σκνίπα»].