λαθροφάγος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαθροφάγος Medium diacritics: λαθροφάγος Low diacritics: λαθροφάγος Capitals: ΛΑΘΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: lathrophágos Transliteration B: lathrophagos Transliteration C: lathrofagos Beta Code: laqrofa/gos

English (LSJ)

ον, eating secretly, Hsch. s.v. ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας.

German (Pape)

[Seite 6] heimlich essend, Suid.

Greek Monolingual

-ο (AM λαθροφάγος, -ον)
αυτός που τρώγει κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔφαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. κρεοφάγος, χορτοφάγος.