Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
Full diacritics: λαιμίζω | Medium diacritics: λαιμίζω | Low diacritics: λαιμίζω | Capitals: ΛΑΙΜΙΖΩ |
Transliteration A: laimízō | Transliteration B: laimizō | Transliteration C: laimizo | Beta Code: laimi/zw |
(λαιμός) cut the throat, slaughter, βοῦν Lyc.326.
[Seite 7] abkehlen, schlachten, βοῦν, Lycophr. 326.
λαιμίζω: (λαιμὸς) ἀποκόπτω τὸν λαιμόν, σφάζω, τινὰ Λυκόφρ. 326.
λαιμίζω (Α) λαιμός
κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, σφάζω.