ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Full diacritics: λᾱκατάρᾱτος | Medium diacritics: λακατάρατος | Low diacritics: λακατάρατος | Capitals: ΛΑΚΑΤΑΡΑΤΟΣ |
Transliteration A: lakatáratos | Transliteration B: lakataratos | Transliteration C: lakataratos | Beta Code: lakata/ratos |
[ᾰρ], ον, = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).
λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.
λακατάρατος, -ον (Α)
πάρα πολύ μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.
[λᾱ, ρᾱ], verstärktes κατάρατος, Phot.