λακατάρατος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱκατάρᾱτος Medium diacritics: λακατάρατος Low diacritics: λακατάρατος Capitals: ΛΑΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: lakatáratos Transliteration B: lakataratos Transliteration C: lakataratos Beta Code: lakata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, = κατάρατος with intens. prefix λᾱ-, Phot. (λακκ- cod.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκᾰτάρᾱτος: -ον, = κατάρατος μετὰ προθετικοῦ λα-, Φώτ.

Greek Monolingual

λακατάρατος, -ον (Α)
πάρα πολύ μισητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + κατάρατος.

German (Pape)

[λᾱ, ρᾱ], verstärktes κατάρατος, Phot.