νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(Μ λαμπραίνω) λαμπρός1. κάνω κάτι λαμπρό, προσδίδω μεγαλείο και αίγλη2. γίνομαι καθαρός, αστράφτω, λάμπω.