λαϊνόχειρ

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαϊνόχειρ Medium diacritics: λαϊνόχειρ Low diacritics: λαϊνόχειρ Capitals: ΛΑΪΝΟΧΕΙΡ
Transliteration A: laïnócheir Transliteration B: lainocheir Transliteration C: lainocheir Beta Code: lai+no/xeir

English (LSJ)

σκληρόχειρ, Hsch.

Greek Monolingual

λαϊνόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερόχειρ, κρατερόχειρ].