λείουρος

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείουρος Medium diacritics: λείουρος Low diacritics: λείουρος Capitals: ΛΕΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: leíouros Transliteration B: leiouros Transliteration C: leiouros Beta Code: lei/ouros

English (LSJ)

αἴλουρος, Hsch. λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.

Greek (Liddell-Scott)

λείουρος: «αἴλουρος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λείουρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλουρος, πάγουρος].