Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Full diacritics: λείουρος | Medium diacritics: λείουρος | Low diacritics: λείουρος | Capitals: ΛΕΙΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: leíouros | Transliteration B: leiouros | Transliteration C: leiouros | Beta Code: lei/ouros |
αἴλουρος, Hsch. λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.
λείουρος: «αἴλουρος» Ἡσύχ.
λείουρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλουρος, πάγουρος].