λειμωνιάτης

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source

German (Pape)

[Seite 23] ὁ, ein grasgrüner Edelstein, Plin. H. N. 37, 10.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνιάτης: λίθος, ὁ, λίθος ἔχων χρῶμα πράσινον οἷον τὸ τοῦ λειμῶνος, Πλίν. 37. 62.