λεμβόζευκτος
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους
2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός του οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε πρακτικά στρατοδικείου στην εφημερίδα Ακρόπολις].