λεπτοδερμία

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτοδερμία Medium diacritics: λεπτοδερμία Low diacritics: λεπτοδερμία Capitals: ΛΕΠΤΟΔΕΡΜΙΑ
Transliteration A: leptodermía Transliteration B: leptodermia Transliteration C: leptodermia Beta Code: leptodermi/a

English (LSJ)

ἡ, thinness of skin, Thphr. CP 3.5.3.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, dünne, seine Haut, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοδερμία: ἡ, λεπτότης τοῦ δέρματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 5. 3.

Greek Monolingual

η (Α λεπτοδερμία) λεπτόδερμος
η λεπτότητα του δέρματος.