λεπτόφωνος

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόφωνος Medium diacritics: λεπτόφωνος Low diacritics: λεπτόφωνος Capitals: ΛΕΠΤΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: leptóphōnos Transliteration B: leptophōnos Transliteration C: leptofonos Beta Code: lepto/fwnos

English (LSJ)

λεπτόφωνον, with small, weak voice, Sapph.Oxy.1231Fr.22.2, Arist.HA538b13 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Stimme, τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα Arist. H. A. 4, 11; Poll. 4, 114.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόφωνος: имеющий слабый голос (τὰ θέλεα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφωνος: -ον, ἔχων λεπτὴν ἢ ἀσθενῆ φωνήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεπτόφωνος, -ον)
αυτός που έχει ψιλή ή αδύνατη φωνήπάντα τὰ θήλεα λεπτοφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ημίφωνος, παρά-φωνος].