λευκόπυγος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπῡγος Medium diacritics: λευκόπυγος Low diacritics: λευκόπυγος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΥΓΟΣ
Transliteration A: leukópygos Transliteration B: leukopygos Transliteration C: lefkopygos Beta Code: leuko/pugos

English (LSJ)

λευκόπυγον, = λευκόπρωκτος (with white anus, white-bottomed), Alex.321.

German (Pape)

[Seite 34] = λευκόπρωκτος, Alexis bei Eust. 863, 29; VLL. erkl. ἄνανδρος, vgl. Paroemiogr. App. 3, 62.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπῡγος: -ον, ὁ ἔχων λευκὴν πυγήν, λευκόπρωκτος, μεταφ. «ὁ ἄνανδρος, ἔμπαλιν δὲ μελαμπύγους τοὺς ἀνδρείους ἔλεγον» Ἡσύχ., Ἄλεξ. παρ’ Εὐσταθ. 863. 29· πρβλ. μελάμπῡγος.

Greek Monolingual

λευκόπυγος, -ον (Α)
λευκόπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πυγή «γλουτοί» (πρβλ. καλλίπυγος)].