ληνιάτικο
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Greek Monolingual
το
η αμοιβή σε λάδι που καταβάλλει ο ελαιοπαραγωγός αντί χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την έκθλιψη τών ελιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. λιβαδιάτικα, μηνιάτικο)].