ληός
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 40] ὁ, ion. = λαός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ληός: ὁ, Ἰων. τύπος τοῦ λαός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππών. (88) ἐν τοῖς Ἀν. Ὀξ. 1. 267. Εὕρηται ἐνίοτε ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Ἡροδ. καὶ ἴσως πρέπει νὰ ἀποκατασταθῇ ἐν τῷ κειμένῳ, Dind. de Dial. Hdt xxxix.