λιγύκροτος

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠκροτος Medium diacritics: λιγύκροτος Low diacritics: λιγύκροτος Capitals: ΛΙΓΥΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: ligýkrotos Transliteration B: ligykrotos Transliteration C: ligykrotos Beta Code: ligu/krotos

English (LSJ)

ον, loud-rattling, gloss on λιγυρώτατον, Suid.; cf. λιγύκορτος.

German (Pape)

[Seite 43] laut rauschend, lärmend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύκροτος: -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.

Greek Monolingual

λιγύκροτος και λιγύκορτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει δυνατό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + κρότος. Ο τ. λιγύκορτος από μετάθεση φθόγγων].