λινίδιον

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

German (Pape)

[Seite 49] τό, dim. von λίνον, leinener Faden, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

λινίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίνον, Βίτων περὶ Μηχ. 106Β.

Greek Monolingual

λινίδιον, τὸ (Α) λίνον
υποκορ. του λίνος.