Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λινοῦς

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινοῦς Medium diacritics: λινοῦς Low diacritics: λινούς Capitals: ΛΙΝΟΥΣ
Transliteration A: linoûs Transliteration B: linous Transliteration C: linoys Beta Code: linou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν, contr. for λίνεος.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
v. λίνεος.

German (Pape)

ῆ, οῦν, zusammengezogen aus λίνεος.

Russian (Dvoretsky)

λῐνοῦς: стяж. = λίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λίνεος.

Greek Monolingual

-ή, -oύv (AM λινοῦς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.

Greek Monotonic

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί λίνεος.

English (Woodhouse)

(see also: λίνεος) made of flax

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)