λιπόσωμα

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) λιπιδικό έγκλειστο, συνήθως σφαιρικό, του κυτταροπλάσματος, που αποτελεί τροφική πηγή για το κύτταρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. liposome < lip(ο)- (< λίπος) + -some (< σώμα)].