λυκή

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source

Greek Monolingual

λυκῆ, ἡ (ΑM, Α και ασυναίρ. τ. λυκέη)
1. δέρμα λύκου
2. περικεφαλαία από δέρμα λύκου
μσν.
φρ. «λυκὲς πράσσω» — ξεμυαλίζω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκέη < λύκος + επίθημα -έη δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντέη, παρδαλέη)].