μάτημι

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰ́τημι Medium diacritics: μάτημι Low diacritics: μάτημι Capitals: ΜΑΤΗΜΙ
Transliteration A: mátēmi Transliteration B: matēmi Transliteration C: matimi Beta Code: ma/thmi

English (LSJ)

(A), Aeol., = ματεύω, in 2sg. pres. μάτης, ἐξ ἑτέρω ἕτερον μ. Theoc.29.15:—Pass., Ion. ματεῖσθαι, = ζητεῖσθαι, Hp. ap. Erot. (Hsch. has ματεῖ· ζητεῖ.)

(B), Aeol., = πατέω, Alc.Supp.31.3: pres. part. fem. μάτεισαι Sapph.54.

English (Slater)

seek c. inf. πέταται θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ' ἐλάφῳ (coni. Schr.: μανύων codd.: μανίων Galavotti: sc. κύων) *fr. 107a. 5.*

Greek Monolingual

(I)
μάτημι (Α)
(αιολ. τ.) βλ. ματεύω.
(II)
μάτημι (Α)
(αιολ. τ.) βλ. ματώ (III).