μαγείρεμα
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
και μαγείρευμα, μαγέρεμα, το (AM μαγείρευμα, Μ και μαγείρεμα και μαγέρεμα) μαγειρεύω
το μαγειρεμένο φαγητό
νεοελλ.
1. η ενέργεια του μαγειρεύω, η παρασκευή φαγητού
2. μτφ. δολοπλοκία, καταδολίευση, μηχανορραφία
νεοελλ.-μσν.
στον πληθ. τα μαγειρέματα
τα όσπρια.