μαδωνία
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
German (Pape)
[Seite 80] ἡ, die Wasserlilie, nymphaea, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδωνία: ἡ, Βοιωτ. ὄνομα τῆς νυμφαίας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1.
Greek Monolingual
μαδωνία και μαδωνάϊς, ἡ (Α)
το φυτό νυμφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαδῶ με υποχωρητικό σχηματισμό + επίθημα -ωνία, που εμφανίζεται σε ονομασίες φυτών (πρβλ. βρυωνία: βρύω)].